- συγκλονισμός
- ο потрясение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκλονισμός — ο, Ν 1. συντάραξη, τράνταγμα 2. μτφ. ψυχική αναστάτωση, σφοδρή συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
συγκλονισμός — ο 1. διάσειση, τράνταγμα. 2. αναστάτωση ψυχική, σφοδρή συγκίνηση: Δε συνήλθε ακόμα από το συγκλονισμό που ένιωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατάραγμα — το 1. ανατάραξη, ανακίνηση 2. συγκλονισμός, σπασμός από αρρώστια (πυρετό, επιληψία κ.λπ.) … Dictionary of Greek
ταρακούνημα — το, Ν [ταρακουνώ] πολύ ισχυρό κούνημα, συγκλονισμός … Dictionary of Greek
ταρακούνημα — το, ατος δυνατό κούνημα από τα θεμέλια, συγκλονισμός: Τι ταρακούνημα έκανε ο σεισμός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)